- μακλούρα
- (Maclura pomifera). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Τέξας και των νοτιοδυτικών ακτών της Βόρειας Αμερικής. Φτάνει σε ύψος τα 20 μ., ενώ ο κορμός του είναι κοντός και φέρει ακανθωτά κλαδιά, από τα οποία, όταν κοπούν, εκκρίνεται ένας γαλακτώδης χυμός. Τα φύλλα είναι ωοειδή, μυτερά, κατ’ εναλλαγή και γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια, όμοια με τα φύλλα της μουριάς. Τα άνθη του είναι μικρά, απέταλα, δίοικα, διατεταγμένα τα θήλεα κατά σφαιρικά κεφάλια και τα άρρενα κατά κρεμαστούς βότρυς· εμφανίζονται από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Ο καρπός είναι σφαιρικός και έχει μέγεθος και χρώμα πορτοκαλιού. Αποτελείται από πολλά δρυπόμορφα καρπίδια, παράγει μια διακριτική μυρωδιά κίτρου, ενώ η εξωτερική του επιφάνεια μοιάζει με εγκέφαλο· ο καρπός αυτός είναι ακατάλληλος για βρώση. Στην Ελλάδα φυτεύτηκε για πρώτη φορά το 1860, καλλιεργείται όμως μόνο σε περιορισμένη κλίμακα σε κήπους και σε πάρκα, για καλλωπιστικούς σκοπούς. Στη θαμνώδη μορφή της, η μ. είναι κατάλληλη για σχηματισμό φράκτη. Αντέχει στα δυνατά κρύα· το κίτρινο ξύλο της είναι σκληρό, διαρκές και εύκολα κατεργάσιμο. Ευδοκιμεί στα βαθιά και γόνιμα εδάφη και πολλαπλασιάζεται με σπόρο, μοσχεύματα και παραφυάδες.
Dictionary of Greek. 2013.